- παστορέλα
- ηβλ. παστοράλε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παστοράλε — το, και παστορέλα, η μουσ. μουσικό κομμάτι δημιουργημένο πάνω σε στίχους ή σκοπούς που έχουν σχέση με τη βουκολική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pastorale / pastorella (< λατ. pastor, oris «βοσκός»)] … Dictionary of Greek